- καλαθίσκον
- καλαθίσκονCultes Egyptiensneut nom/voc/acc sgκαλαθίσκοςcoffersmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλαθίσκοις — καλαθίσκον Cultes Egyptiens neut dat pl καλαθίσκος coffers masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίσκου — καλαθίσκον Cultes Egyptiens neut gen sg καλαθίσκος coffers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίσκων — καλαθίσκον Cultes Egyptiens neut gen pl καλαθίσκος coffers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίσκῳ — καλαθίσκον Cultes Egyptiens neut dat sg καλαθίσκος coffers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] … Dictionary of Greek
φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] … Dictionary of Greek